ΓΕΥΣΗ ΑΠΟ ΜΕΛΙ
ΝΙΚΟΣ ΑΣΑΝΣΕΡΙΤΗΣ
ΓΕΥΣΗ ΑΠΟ ΜΕΛΙ
[Οι ρίζες, Νο 2]
Εσύ; Πόσω χρονώ να είσ’ εσύ; Εγώ ήμουν τότε 19. Και κάτι... Το Γυμνάσιο -Λύκειο τω καιρώ εκείνω δεν υπήρχε- το ’χα τελειώσει πριν δυο χρόνια. Στο τέλος της ογδόης, μας εξετάσαν δυο φορές’ τη δεύτερη μια Επιτροπή του Δημοσίου -το σχολειό μας σαν ιδιωτικό, δεν το εμπιστεύονταν, ως φαίνεται- κι ήμασταν φοβισμένοι. Κει που τελειώναν οι εξετάσεις, με σταματάει μια καθηγήτρια, βρήκε πως ήμουνα χλωμός’ μου σύστησε να πω στο σπίτι μου να με προσέξουν. «Είν’ από το διάβασμα, κυρία», απολογήθηκα. Στο σπίτι μάνα δεν υπήρχε, απ’ του Δημοτικού τα χρόνια.
Έβαλα πλώρη για τη Νομική. Στρώθηκα, διάβασα, μα σκόνταψα λιγάκι. Για το καλό μου. Προκύψαν, μάλιστα, και κάτι στιχουλάκια -στο πολυτονικό, με την ορθογραφία της εποχής- που μ’ άρεσαν πολύ. Κι εσένα θα σ’ αρέσουνε γιατί ήταν αισιόδοξα. Κοίτα να δεις:
ΣΤΟΥ ΠΟΝΟΥ ΤΟ ΚΡΕΒΒΑΤΙ
Στη μέση του καλοκαιριού κι’ απάνω στο ραχάτι
πώς διάολο τα κατάφερα κι’ έπεσα στο κρεββάτι!
Κρύωσα κι οι αμυγδαλές –ω τι καλές κυρίες!-
προέβησαν σε έντονες γι’ αυτό διαμαρτυρίες.
Έτρεξαν φίλοι, συγγενείς τον πόνο μου να γειάνουν
κι’ απ’ την πολλή κουβέντα τους πήγαν να με ξεκάνουν.
Μα ευτυχώς κι ο πυρετός στον ύπνο ευθύς με στρώνει
κι’ από τη φλυαρία τους εντέχνως με γλυτώνει.
Όμως στη ζήση την πεζή, αν κάνης το καλό,
σου λεν’ «βραβείο μη ζητάς, μόν’ ρίχτο στο γιαλό».
Έτσι και ο σωτήρας μου, του πυρετού η ζάλη,
παντοίως επεδίωξαν να βγη απ’ το κεφάλι.
Γιατρό φωνάξαν ευτραφή και ελαφρώς αστείον,
γνώστη των εξετάσεων των Πανεπιστημίων.
Ετούτος μ’ εξαλάφρωσε απ’ του χαμού τον πόνο
λέγοντας: «Εις τα Νομικά δώσε τον άλλο χρόνο»!
Πλην όμως με απήλλαξε και από τις ζαλάδες
μόνο μέσα σε μιάμιση με δύο εβδομάδες.
Γιατί φάρμακο μούδωσε απλό, χωρίς οδύνες:
δέκα μπουκάλια μοναχά στρεπτοπενικιλίνες...
Τι τράβηξεν ο Νικολής δύσκολα περιγράφεται,
αφού ένα πενθήμερο ξέχασε και να κάθεται...
Πάντως το κρύο γλύτωσα -τι τύχη που την είχα!-
μόνο για θύμηση κρατώ, και θα κρατώ, το βήχα.
Παρά πόδας σημείωσα την ημερομηνία γεννήσεως των στίχων: 7/10/56. Δεν άργησαν να βγουν τ’ αποτελέσματα. Με δέχτηκαν στη Νομική! Κατέβηκα στο Φαρμακείο του Σάνδρη, στο ισόγειο του δίπατου που μέναμε, εκεί δα στο Παγκράτι, να το τηλεφωνήσω του πατέρα. Πήρα το νούμερο της Ούλεν, στη δουλειά του, αλλά φωνή δεν άκουγα. Έρχεται ο βοηθός του φαρμακείου, μου παίρνει το ακουστικό, το γύρισε τα πάνω κάτω’ μου το ξαναδίνει. Και, να που μίλαγε!
- Ποιος είναι, τέλος πάντων;
- Μπαμπά! Βγήκανε. Πέρασα!
Περάσαμε κι από γιατρούς. Τα τυπικά: Αίμα, αχτινογραφία. Με κάλεσε ο Διευθυντής του Υγειονομικού. Με τα χρόνια έχω ξεχάσει τ’ όνομά του, το ευλογημένο. Και νιώθω τύψεις...
Μου βρήκαν φυματίωση! Η πρώτη αποτυχία μου σε εξετάσεις... Με ρώτησε, ο καλός ο άνθρωπος: «Παιδί μου, θα σε πειράξει να περιμένεις για ένα χρόνο;»
-Θα με πειράξει! Οπωσδήποτε!
-Τότε θα σε κρατήσουμε. Θ’ ακολουθείς πιστά ό,τι σου πώ. Προς το παρόν δεν πρέπει να πατήσεις στο Πανεπιστήμιο! Για έξη μήνες δεν θ’ αφήσεις το κρεββάτι. Δεν θα διαβάζεις, δεν θα πλένεσαι. Μόνο στο πρόσωπο!
Ανέβαινε ο βοηθός του φαρμακείου κάθε μέρα, δυο φορές, για ένεση στρεπτοπενικιλίνης. Μια δεξιά - μι’ αριστερά. Για μάνα είχα την αδερφή μου την καημένη. Μου ’φιαχνε ανελλιπώς την κρέμα που ’χε διατάξει ο γιατρός.
Φρόντιζε η δόλια να ’ναι ποικίλη η γεύση. Όσο μπορούσε. Μα, δις τη μέρα κρέμα, έξη μήνες; Νισάφι πια! Δεν την ξανάβαλα στο στόμα μου, από τότε...
Και, να που ξαναπλύθηκα. Και ξαναδιάβασα. Και πέρασα το πρώτο έτος με την πρώτη. Τέτοια λαχτάρα!
Τον άλλο χρόνο, ίδια εποχή τέλειωσα και το δεύτερο. Στα 19 μου. Τότε, λοιπόν, συνέβη το μυστήριον. Καθόμουνα στου χωλ μας το τραπέζι. Κάπου παρέκει ο Ψυχάρης’ το φουμιστό «Ταξίδι» του. Πιο ’δω ένας Βουρνάς: «Δημήτρης Γληνός, ο Δάσκαλος του Γένους». Βιβλία που ενεδρεύαν ήσυχα, σίγουρα πως θα με σημαδεύανε για πάντα. Κάνω έτσι, το λοιπόν, αναποδογυρίζω σ’ ένα ανοιχτό τετράδιο με γραμμωτές σελίδες ό,τι πολυτιμότερο διέθετα, διαλέγω με το τσιμπιδάκι τα πιο λεπτά κοσμήματα’ τα καταγράφω, άτιτλα, με τούτα ’δω τα λόγια:
«'Ωρες γλυκιές. Φθινόπωρο, απαλή μουσική, ένα παράθυρο ανοιχτό, κι' από μακρυά ο Λυκαβηττός. Είναι δύσκολο η πέννα να προλάβει την καρδιά. Νοιώθει εκείνη τόσα πολλά και τόσο ανάμικτα. Γράφω ό,τι κατορθώνω να συλλάβω απ' το ξεχείλισμά της. Σκέπτομαι πως αν μπορούσε ο καθένας να αποτυπώνει ό,τι αισθάνεται σε κάτι τέτοιες στιγμές, θα ήμασταν όλοι συγγραφείς.
Το αίσθημα της ησυχίας, της σιγουριάς σου δίνουν μιαν απόλαυση' το γεγονός ότι εκτέλεσες το μέρος της εργασίας που σου αντιστοιχεί και πως τώρα μπορείς να ζήσεις τις ώρες της ανάπαυλας που χάρισες στον εαυτό σου, σου προσθέτουν μιαν ευχαρίστηση. Κι' όμως, να που μελαγχολείς. Μήπως η χαρά δεν είν' η αποφασιστική έκφραση της Ευτυχίας; 'Η μήπως δεν είμαστ' όλοι πλασμένοι για ευτυχία; Μήπως, πάλι, λείπει κάτι; 'Η μήπως πάντα θα λείπει κάτι; Αυτές τις ώρες θυμάμαι το χαμόγελό σου. Αλήθεια' τη μελαγχολία πάντα η ανάμνηση της χαράς τη μεγαλώνει.
Θυμάμαι τέτοιες μέρες' είχες το χέρι σου περασμένο στο μπράτσο μου - και μ' αγαπούσες. Οι σημερνές χαρές γιατί νάναι λύπες αυριανές; Τα μάτια σου μείναν χαραγμένα μέσ' στην καρδιά μου κι' ενώ εσύ τώρα μου λείπεις, αυτά με τυραννούν.
Απ' έξω μια αχτίδα μού φάνηκε πως φώτισε το θάμπωμα της φύσης. Δεν ήταν' μια ιδέα. Κι όμως η ιδέα μού πύρωσε την καρδιά! Τέτοιες αναλαμπές έχει η ζωή.
Σκόρπιες σκέψεις, σκόρπια συναισθήματα, άσχετο το πρώτο με το δεύτερο, κι' όμως συνδεμένα.
Ξεχνώ τι θέλω να γράψω. Να' ο ήλιος πρόβαλε. Ζωγραφίζει. Ναι, δίνει χρώμα. Σα χάδι έφυγε, κρύφτηκε. 'Ηρθε.
Κρίμα να μην είσαι ήλιος, αγαπημένη! Συ δεν ξαναγυρνάς. 'Ενα συννεφάκι αφήνεις στην καρδιά μου. Δεν είν' το πρώτο ούτε το τελευταίο. Κάποτε η καρδιά αυτή μπορεί να γίνει ουρανός χειμωνιάτικος, κι' ύστερα τίποτα. Τι είναι το άτομο μπρος στο σύνολο; Τίποτα. Μα τι και το σύνολο δίχως το άτομο; Τι παιχνίδι που είμαστε!
Τέλος' ζούμε. Κάτι ’ναι κι' αυτό!
ΒΡΑΔΥΑΖΕΙ
Του ήλιου τ' απαλό το χάδι αργοπεθαίνει'
σύχασε η πλάση, τα πουλιά ριγούν,
μα στην καρδιά μου που την έχεις πληγωμένη
της νοσταλγίας τα στοιχειά ξυπνούν.
Κυριακή, 7.9.58»
Να ’τανε άλλος, θα ’λεγε: «Και λοιπόν; Τι μας τα λες, εμάς, αυτά; Πού τα θυμήθηκες;» Ή κάτι αυστηρότερο ή και προσβλητικότερο, και μάλιστα σωστότερο. Όμως, κίνδυνος δεν υπάρχει. Αυτός ο άλλος δε θα φτάσει ως εδώ... Εσύ, πλάσμα ευαίσθητο, που άντεξες, κατάλαβες. Αυτά που σου αφηγήθηκα συμβαίνανε και θα συμβαίνουν. Είναι τ’ ανθρώπινα. Κι η πίκρα ανθρώπινη. Μα, το καθήκον ένα: Κρατήσου, εσύ! Μην παραδίνεσαι! Στα χέρια σου κρατάς τη μοίρα σου, Άνθρωπος ων!
Βριλήσσια, 11/12/11