Η Σύμβαση
Ν. ΑΣΑΝΣΕΡΙΤΗΣ
Η ΣΥΜΒΑΣΗ
Μια φορά κι έναν καιρό, στην τηλεόραση, ένας σπουδαίος ποινικολόγος έδινε φιλική συνέντευξη. Ο παρουσιαστής κατάφερνε πάντα να προσφέρει ατμόσφαιρα ζεστή κι ευχάριστη στους φιλοξενουμένους του. Δίπλα του είχε μια συμπαθητική κυρία κι έναν καρντάση πνευματώδη που τονε σιγοντάριζαν, «με τρόπο και μ’ ευγένεια» όπως έλεγε η θεια μου τα παλιά τα χρόνια...
Αφού, λοιπόν είδε να τον παινεύουνε για τούτο και για τ’ άλλο’ να τον ρωτάν πώς τα κατάφερε και γίνηκε διάσημος, πώς νιώθει με τους έμπορους ναρκωτικών που υπερασπίζεται, τι σχέσεις διατηρεί μαζί τους, γυρίζει και τους λέει ο δικηγόρος μας:
-Α, είμαι εναντίον των ναρκωτικών εγώ, μα στους «κακοποιούς» που υπερασπίστηκα βρήκα αρκετούς πιο αξιόλογους από τους άλλους, τους «νομοταγείς» υποκριτές, που μας κακολογούν -ιδιαίτερα εμάς- όσο τυχαίνει να μην έχουν την ανάγκη μας... Και -για σκεφτείτε- η πώληση ουσίας τι ’ν’ άλλο από μια σύμβαση; Εσύ πουλάς’ εγώ τη θέλω, κι αγοράζω! Όπως σε κάθε εμπορική συναλλαγή!
Το τρίο των καρντάσηδων σαν να δαγκώθηκε λιγάκι, αλλά δεν βρήκε επιχείρημα κατάλληλο για ν’ αντιτάξει στο νικηφόρο δικηγόρο με τ’ αεικίνητα ματάκια και τη δεσποτική του την κοιλίτσα. Μόνο του δήλωσαν χαριτωμένα πως δε θα συμφωνήσουν βέβαια, μα τον καταλαβαίνουνε, σαν επιστήμονας που είναι. Κι η εκπομπή προχώρησε -πάντα με τρόπο και μ’ ευγένεια πολλή.
Την άλλη μέρα, κατά τις 12 το μεσημέρι, κάποιος απ’ την παρέα πετάχτηκε με το μετρό στην Πανεπιστημίου. Μια κοπελιά τον πλησιάζει -θα ’τανε ως 16, όχι παραπάνω. Τονε πλευρίζει και με μισόλογα ζητάει λεφτά. Αυτός -ντράπηκε για λογαριασμό της; τη συμπάθησε;- τραβάει γερή ελεημοσύνη: ένα πεντάευρο, και της το δώνει.
Μα κείνη δε δεχότανε! Το αρπάει, μα λίγο ακόμα και θα το ’χωνε στη μύτη του:
-Τι να το κάνω; Πάρ’ το πίσω!
-Τι θες, κορίτσι μου’ είσαι καλά;
-Θέλω το σιδεράκι μου! Δώσ’ μου το σιδεράκι μου!
Μέχρι και την αστυνομία πως θα καλούσε την απείλησε αυτός. Εκείνη, απτόητη:
-Το σιδεράκι μου!!!
Την ενεσούλα του ήθελε το δόλιο. Να τρέξει ως τον εμπορα, να τον παρακαλέσει για τη δόση της. Τελείως αυθόρμητα’ χωρίς κανείς να την πιέσει... «Μια σύμβαση ήθελε να κάνει», σαν αγοράστρια κι αυτή. Όπως σε κάθε εμπορική συναλλαγή!
Τόσο απλά κι αγγελικά, καλέ κύριε συνήγορε...