Ο εφιάλτης
ΝΙΚΟΣ ΑΣΑΝΣΕΡΙΤΗΣ
Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ
Μεσημβρίαν τινά του έτους 1936 σαλπάρησε με τα «Ψαρά» και με ωραίον φθινοπωρινόν καιρόν από την έδραν του ο λεπτοφυής υπάλληλος της Οικονομικής Εφορίας Καβάλλας, Ψιχουλιάρης Θεόδουλος, διά την Δάφνην, επίνειον της Αθωνίδος Πολιτείας. Είχεν αποσπασθή εκτάκτως εις την Εφορίαν Χαλκιδικής με ειδικήν αποστολήν. Του είχεν ανατεθή να κάμει τρόπο να ξεσκεπάσει το λαθρεμπόριο των αγαθών που διήρχοντο “τράνζιτο” απ’ το Περβόλι της Παναγιάς.
Αλλ’ ούτε του καθηγιασμένου τοπίου η προοπτική μηδέ του πελάγους η μαγεία, ουδέ καν της αποσπάσεως η ποικιλία απησχόλουν τον αραχνοϋφαντον εξερευνητήν. Ο νους του ήτο πεισματικώς προσηλωμένος εις την αρβανιτοβριθή εκείνην νήσον της Σαλαμίνος. Και θα έμεναν άγνωστοι διά την ιστορίαν οι διαλογισμοί του αν, μετά 35ετίαν ολόκληρον, το αρμόδιον δικαστήριον, διερευνών την υπόθεσιν, δεν απεκάλυπτεν δι’ εμβριθούς, ως είθισται, αποφάσεως, τον ως έπεται πολυστένακτον νταλκάν του έρημου Ψιχουλιάρη:
“Εις την απόμακρον νησίδα του Σαρωνικού ο Θεόδουλος Ψιχουλιάρης είχεν υπηρετήσει περί το θέρος του έτους 1934. Ευπαθής πνευμονικώς, εγριππιάσθη κατά μήνα Αύγουστον του αυτού. Η σπιτονοικοκυρά του, έμπειρος, αλλά πολύ γραία, εκάλεσεν αρωγόν την εύσαρκον γειτόνισσαν Αντριάναν, να του ανεβάζει τα ζεστά και να του κρατάει συντροφιά οψέποτε την εχρειάζετο. Επίσης, να του βάζει και κάνα θερμόμετρον ενδεχομένως. Αλλ’ εις το διάστημα της θεραπείας η 40ετής Αντριάνα εξαίφνης καθίσταται έγκυος. Πριν κρεββατωθεί ο Ψιχουλιάρης, είχε μαζί του απλώς μίαν καλημέραν-καλησπέραν’ στο δωμάτιό του δεν είχε πατήσει ούτε κατά διάνοιαν. Μέχρι του ατυχούς γεγονότος τεκμαίρεται όθεν παρθένος. Σπεύδει, λοιπόν, στην μητέρα της, Ευπραξίαν, βαστώντας την κοιλιάν της και της εμπιστεύεται το πάθημά της ως εξής: “Μάνα, πωπώ, τι μου ’τυχε! Με τον κύριον Θεόδουλον ήλθα εις επαφήν και με εξεπαρθένευσεν!” Την εκμυστήρευσιν επεβεβαιοί η επιστηθία φίλη της, Φλωρού, επταέτις τότε. Ως καταθέτει αύτη, η παθούσα της είχεν εμπιστευθεί το συμβάν από μιας ξαρχής. [Καθώς και εις μίαν θείαν της, που είχε πεθάνει αλλά δεν το ήξευρεν].
Ανέκαθεν η Αντριάνα διέμενε στο απέναντι σπίτι, μετά της μητρός της, η οποία και επεσκέφθη πάραυτα τον κύριον Θεόδουλον άμα τω αγγέλματι. Πίσω από το σπίτι της υπήρχεν φούρνος. Το όνομα του φούρναρη, γίγαντος θηριώδους, δεν εσώθη, αλλά το παρατσούκλι του έμεινεν: ο «κανονιέρης»΄ είχε δυο αγόρια εικοσάρηδες και ευάριθμα θυγάτρια.
Με τον Ψιχουλιάρην η Αντριάνα ήλθεν εις εσπευσμένου γάμου κοινωνίαν εν Αθήναις κατ’ Ιανουάριον του 1935. Μέχρι του γάμου των ουδόλως συνεβίωσαν ούτοι. Την επαύριον του μυστηρίου ο Ψιχουλιάρης σπεύδει κάτωχρος εις Δαύλειαν Βοιωτίας, προς συνάντησιν του αδελφού του, Λοκά, και της νύμφης του, Σολτάνας, διά να τοις δηλώση ευθέως: “Μόλις ενυμφεύθην κάποιαν Αντριάνα Κεχλιμπάρα, την οποίαν και εγκατέλειψα αμέσως μετά την ιεροτελεστίαν, χωρίς, το τονίζω, να έλθω εις ουδεμίαν σαρκικήν επαφήν μαζί της”. Εις την γαμήλιον τελετήν είχε παραστεί και η ανωτέρω Φλωρού, ως καταθέτει, επί τούτου ταξιδεύσασα μόνη, καίτοι επταέτις έτι, από την νήσον Σαλαμίναν. Από την πλευράν του, ο Ψιχουλιάρης τίθεται εις την διάθεσιν της Γενικής Διοικήσεως Μακεδονίας και εντός ολίγου μετατίθεται λάθρα εις Καβάλλαν.
Αγαθή τη τύχη, ο αδελφός της Αντριάνας, ναυτικός μυστακοφόρος, εταξίδευε τότε εις τους ωκεανούς. Συνεπώς, επί του προκειμένου μόνον του ονόματός του εγίνετο χρήσις. Η Αντριάνα τάχιστα απέκτησε κόρην. Η γέννα εγένετο στο Μαιευτήριον της Έλενας. Τα έξοδα αντεμετωπίσθησαν με τα εμβάσματα του αδελφού. Αλλ’ ούτε και μετά την γέννησιν διέμεινεν ο Θεόδουλος μετά της νεοπαγούς οικογενείας του. Εξηφανίσθη από προσώπου Αττικο-Βοιωτίας, εμμέσως πλην σαφώς. Εγκατεστάθη μονίμως εις Μακεδονίαν, ενώ η Αντριάνα εσυνέχισεν να μένει μετά του μωρού της εν Σαλαμίνι. Ο Θεόδουλος δεν τας ήθελεν ούτε γραπτώς. Τα βαπτίσια του θυγατρίου εγένοντο στη Σαλαμίνα και της δόθηκε το όνομα Ευπραξία, απ’ την εκ μητρός μάμμην της. Ο Ψιχουλιάρης ήτο φευγάτος και δεν ήτο παρών. Ούτε και κανείς από το σόϊ του. Πλην, κατά την εκδοχήν της 7ετούς φίλης, τηλεφωνούσε από την Μακεδονίαν στο Νοσοκομείο για να μάθει τι παιδί απόκτησεν κι όταν έμαθε πως είναι κορίτσι ήλθε στο Νοσοκομείον με λουλούδια διά να γνωρισθούν.
Εν τω μεταξύ, την 1ην Μαρτίου 1935 εξέσπα στρατιωτικόν Κίνημα εν Ελλάδι. Ο υπουργός των Στρατιωτικών, ονόματι τότε Γεώργιος Κονδύλης, ανέλαβεν Αρχιστράτηγος, καίτοι πολιτικός, και ανήλθεν εις Μακεδονίαν με σώμα εκστρατευτικόν ίνα καταστείλη την στάσιν. Εκηρύχθη Στρατιωτικός Νόμος, αλλά προ της λήξεώς του εγεννήθη η επίδικος Ευπραξία. Την εποχήν εκείνην τα τηλέφωνα με δυνατότητα κλήσεων υπεραστικών εσπάνιζον τελείως. Διά να επικοινωνήση με Μακεδονίαν στασιαστής τις, Σαράφης, ηναγκάσθη να μεταβή εις το γραφείον Ιωάννου τινός Σοφιανοπούλου που, μόνος αυτός, ως αρχηγός κόμματος, διέθετε τοιούτον. Σχεδόν έως τα τέλη του 1935 δημόσιοι υπάλληλοι απελύοντο, τραμπούκοι οργίαζον’ η Ελλάς είχε καταντήσει μία Κόλασις του Δάντου, ως παρετήρει διάσημος λογοτέχνις της εποχής, γνωστή με το ψευδώνυμον Πηνελόπη η Δ΄. Το πώς κατώρθωσεν ο βραχύσωμος Ψιχουλιάρης να διολισθήση με λουλούδια στας Αθήνας, δεν είναι απολύτως εξηκριβωμένον. Ούτε και αν μετέφερεν, όντως, λουλούδια. Ούτε και αν κατήλθεν εις Αθήνας. Αντιθέτως, μετά την Δαύλειαν είχε γράψει στον αδελφόν του απ’ την Θεσσαλονίκην πως το κυοφορούμενον δεν ήτο τέκνον του. Το απεκάλει “το μούλικον του φούρναρη”. Στη Σαλαμίνα εθρυλείτο επίσης ότι πρόκειται για “του κανονιέρη το βλήμα”. Πάντως, δεν αληθεύει ότι εξηφανίσθη επειδή ο αδελφός της Αντριάνας Κεχλιμπάρα ηρνείτο να εμβάζη τα χρήματα που έβγαζε στα καράβια. Αυτή τουλάχιστον υπήρξεν η ανυποχώρητος εκδοχή της μάρτυρος Σολτάνας Ψιχουλιάρη.
Η θυγάτηρ Ευπραξία διεκδικoύσα διά της υπό κρίσιν αγωγής της την κληρονομίαν του αποθανόντος Θεοδούλου από τον αδελφόν του Λοκάν, υπεστήριξε, βεβαίως, την αντίθετον εκδοχήν. Ο αδελφός Λοκάς επέμενεν ότι η σύλληψις της Ευπραξίας είχε πραγματοποιηθή όχι μόνον προ του γάμου της μητρός της παρά και εκτός του δωματίου του γριππιώντος Θεοδούλου' και δη εντός του ανωτέρω γειτονικού φούρνου. Αλλ’ εκ των πλειόνων γνωστοποιηθέντων μαρτύρων, τελικώς εξητάσθησαν μόνον αι ανωτέρω Φλωρού και Σολτάνα. Η θεία δεν κατέστη δυνατόν να καταθέση [άλλως, είχεν αποθάνει προ πάσης συνευρέσεως]”.
Είχαν, λοιπόν, σαλπάρει απ’ την Καβάλλα κατά την δωδεκάτην μεσημβρινήν. Κατά τις τέσσερις θα είχαν πλέον προσεγγίσει την ανατολικήν παρειάν της Χερσονήσου. Η Μεγίστη Λαύρα, η αρχαιοτέρα των Μονών, διεγράφετο σαφώς’ έν πάλλευκον συγκρότημα κτιρίων και οικημάτων. Κατόπιν το πλοίον, ανερχόμενον ούτως ειπείν, βορειοτροπηδόν προς το επίνειον, ήρχισε να προσπερνά έν προς έν τα εξέχοντα αθωνικά ακρωτήρια.
Σε κάθε στροφήν, ως οιονεί βωβή κινηματογραφική ταινία εκτυλίσσεται προ των οφθαλμών του κατησχυμένου Θεοδούλου το θαύμα της Πίστεως. Εις τας δυτικάς πλαγιάς του Όρους ανακύπτουν διαδοχικώς σκήται, μοναστήρια, κελλιά, καλύβια, διαφόρων σχημάτων και ρυθμών -επί βράχων και υψωμάτων, εντός φαράγγων και σπηλαίων- κάποια ευλαβώς κεκρυμμένα, άλλα κρημνώδη και μεγαλοπρεπή – έτερα φωτεινά, και άλλα ζοφερά ωσάν ζαρωμένα από τον φόβον των πειράτων.
Μέσα στο σούρουπο που σκαρφάλωνε τροχάδην στα υψώματα, κάποιος μοναχός ξεπρόβαλε απ’ τη σκήτη του με πυρσούς ανημμένους. Τους κινεί χαιρετίζοντας το ατμόπλοιον κι εκείνο του απαντά με δυνατούς και παρατεταμένους συριγμούς. Ω! πόσον αμέριμνος η ζωή του ερημίτου, διαλογίζεται αστραπιαίως ο φυγάς Ψιχουλιάρης, εσφιγμένος ο ίδιος και ασθμαίνων πολύ.
Δεν επρόλαβε να επανέλθη εις τον νταλκάν του και ιδού ξανοίγει το μοναστήρι της Σιμωνόπετρας. Απόκρημνον, πολυόροφον, με σαχνισιά αλλεπάλληλα πάνω απ’ τις μπουκαπόρτες τις στενές του, ως στέμμα ηγεμόνος, να κατοπτεύει βλοσυρά το πλοιάριον που διασχίζει τον ελαφρόν κυματισμόν εκπέμποντας καπνόν αναθρώσκοντα.
Με τα πρώτα σκότη της νυκτός αράξανε στη Δάφνη. Εκεί τους ανέμεναν αι Αρχαί' Τελωνείον και Αστυνομία. Οι αγωγιάται τους περικύκλωσαν. Ο κύριος Ψιχουλιάρης απηυθύνθη στον Τελώνην. Αλλ’, αυτός δεν έδειξεν ενθουσιασμόν για τον ερχομό του ισχνού εφοριακού. Τον παρέπεμψε στον νωματάρχην που εκτελούσε χρέη Αστυνόμου. Κείνος κουβέντιαζε εμπιστευτικά με κάποιον μοναχόν, θηριώδη ωσάν Τάταρον, με σηκωμένα τα μανίκια. Γυρίσανε και τον εξέτασαν προσεχτικά. Απέ τον καλωσόρισαν. Ο χωροφύλακας δεν ήτανε ενήμερος για την αποστολήν του. Ο Τάταρος τον περιέβαλεν ευθύς μετά στοργής. Τον ανέκρινε κανονικά για το δρομολόγιο που θ’ ακολουθούσε κι επέμενε να τον συμβουλεύση διά το πού και πώς να καταλύση. Επί του παρόντος του εσύστησε το μοναδικό μοναχικόν δωμάτιον του πανδοχείου και τον διαβεβαίωσε πως θα κοιμόταν ήσυχος από κορέους. Κάπου εκεί, παραμόνευε ανείδωτο -ηλεχτρικόν δεν υπήρχε στο επίνειον- το πανδοχείον που ήτο ταυτόχρονα μαγειρείον και συνάμα καφφενείον, άμα δε και καπνοπωλείον. Ο καλόγερος έσπευσε να καλέση κι έναν αγωγιάτη, τον γεροντότερον. Έκλεισε συμφωνίαν να παραλάβη τον κύριο Θεόδουλο για τις Καρυές στις έξη το πρωί. Τότες εκείνος σήκωσε την ξύλινη βαλίτσα και την μειδιώσαν τσάντα του κυρίου Θεοδούλου, τις φόρτωσε στο ζώο του κι ανέλαβε να τον οδηγήση ως το πανδοχείον μέσα στο σκοτάδι.
Ο ξενοδόχος ήτον γέρων και δυσκίνητος. Του ’δωκε μία λάμπα με πετρέλαιο ν’ ανέβει στο δωμάτιο. Μόλις χωρούσε ένα κρεββάτι με καρέκλα. Τον εβεβαίωσε κι αυτός πως δεν έχει κοριούς και τον εκάλεσε να κατεβεί στο μαγεργιό, από κάτω. Μαζεμένοι εκεί, ανάμεσα στις λάμπες του πετρελαίου, τσιμπολογούσαν πίνοντας οι χωροφύλακες κι οι τελωνειακοί, οι αγωγιάτες κι οι υλοτόμοι, οι καρβουνιάρηδες και κάποιοι καλογέροι συνταξιδιώτες που θ’ αναχωρούσαν το πρωί για τις μονές τους. Το ατμόπλοιο είχε μπολιάσει με ζωή τη μαραζιάρα Δάφνη τη σκοταδερή. Βρέθηκε λίγο ψαράκι και κουνουπίδι να ρίξει στο στομάχι του ο δούλος του θεού Θεόδουλος. Τα μάτια του βουρκώναν από τον καπνό. Πονούσε το κεφάλι του. Κατέφθασε και ο καλόγερος με τον ενωματάρχη. Σαν κατεβάσαν μια ρακή, αρχίνησεν ο Τάταρος να λέγη:
“Μία φορά, ένας δεσπότης σπούδαζε το διάκο του τα θεολογικά. Όταν ο διάκος γύρισε, τον ξέταξεν ο Δέσποτας. Του ’δειξε το λυχνάρι και τον ρώτηξε: -Τι ’ν’ αυτό, διάκο μου; Ο διάκος αποκρίθη “λύχνος”. –Όχι βρε, του λέει, “φιτιλιδούχος” είναι. Ύστερις τον αρώτησε πώς λέν τον ποντικόν ελληνικά, κι ο διάκος αποκρίθη “μυς”. -Όχι βρε συ! του λέει ο Δέσποτας. Λέγεται “επιζήμιος”, που τρώει το τυρί και τ’ άλλα πράματα. Άλλοτε τον αρώτησε πώς λένε τα παπούτσια, κι ο διάκος αποκρίθηκε “σαντάλια”. –Όχι, βρε ανόητε, αυτά τα λέν’ “κατουρημένα”, που τα κατουράμε. Λίγον καιρόν αργότερα τον αρωτά πώς λένε το μπαστούνι ελληνικά κι ο κακομοίρης αποκρίθηκε “το λένε βακτηρίαν”. –Όχι, βρε διάκο’ “οργή θεού” το λένε. Κατόπι τον αρώτησε πώς λένε το ντουβάρι και λέει ο διάκος: “τοίχο”. –Όχι, ευλογημένε! Αυτό το λένε “τύφλα-τύφλα”, που τ’ ακουμπάνε οι τυφλοί και πορπατάνε. Άλλοτε τον αρώτησε, τη σκάλα πώς τη λένε, κι είπεν ο διάκος “κλίμακα”. –Άει, μωρέ διάκο, ετούτος είναι ο “γκρεμός”’ εδώ γκρεμίζουνται όλοι. Στο τέλος τον αρώτησε πώς λένε τ’ αναγκαίο, κι ο διάκος του απάντησε “απόπατο”. –Άντε, βρε διάκο, κρίμα στα έξοδά μου΄ τίποτες δεν έμαθες! “Ανάθεμα” το λένε!
Ύστερα από λίγες μέρες τον έπιασε διάρροια το Δέσποτα, μεσάνυχτα καιρό. Βάνει φωνή μεγάλη: -Διάκο, διακούλη μ’! Κάνε μου γρήγορα ένα φως και δεν κρατιέμαι… Θε να κατέβω στην αυλή’ έχω μεγάλη ανάγκη!
Του λέει κι ο διάκος: -Δεσπότη μου, ξετρύπωσ’ ο επιζήμιος. Έφαε το φιτιλιδούχο μας! Φόρα, λοιπόν, τώρα κι εσύ τ’ άγια κατουρημένα σου, πάρε στο χέρι την οργή του θεού, πιάσου απ’ τήν τύφλα-τύφλα' γκρεμίσου απ’ τον γκρεμό. Και άμε στο ανάθεμα!
– Αφορεσμένε θεομπαίχτη! Τα ’κανα πάνω μου!”
Γελούσαν κι επαυξάνανε. Ξωμάχοι, μοναχοί και οπλομάχοι. Όλοι, μαζί-μαζί κι αντάμα. Χαμογελούσε κομματάκι κι ο Θεόδουλος ο ερεβώδης. Μα, σαν απόφαγε, πήρε τη λάμπα και ανέβηκε στα γρήγορα τη σκάλα την τριζάτη να πέσει να ξαπλώσει. Έκανε ψύχρα. Έριξε απάνω το σακκάκι και άνοιξε την τσάντα.
Ξεχώρισε με τάξη τα χαρτιά του. Τας εγκυκλίους, το διαβιβαστικόν, τις σημειώσεις του. Τα χάιδεψεν αφηρημένως. Ύστερα σταμάτησε κι ατένιζε την τσάντα σκεφτικός. Τράβηξε το διαμονητήριον, το άφηκε στην πάντα κι έπιασε, τρεμουλιαστά τώρα, το γράμμα τ’ ανοιχτό του δικηγόρου απ΄ την Αθήνα. Ο δικηγόρος του ξηγούσε πόσο μεγάλος ήτον ο κίνδυνος της διατροφής. Μα δε θα τ’ άντεχε. Είχε κρυάδες. Τυλίχτηκε ως τ’ αυτιά με τις κουβέρτες κι έγειρε τουρτουρίζοντας ν’ αναπαυτεί. Ανασηκώθηκε, έριξε πάνω απ’ τις κουβέρτες το σακκάκι και την πατατούκα, τα σφήνωσε μαζί με τις κουβέρτες στα πλευρά του κι ορκίστηκε να κοιμηθεί το συντομότερον.
Μαζί με τους κοριούς ήρθαν κι οι εφιάλτες. Εμφανίστηκε αυτόκλητος ο καπετάν-καλόγερος ο Τάταρος για να του λύσει απορίες για τ’ αγαθά που τα περνούσαν “τράνζιτο”. Προσφέρθηκε να τον γυρίσει στις αποθήκες με τις προμήθειες. Ήταν μια σκάλα που ’βγαζε στον ουρανό. Δε θα ’χε ακόμα πατήσει στο τρίτο σκαλί κι αυτός του ρίχτηκε, με οπισθοβουλίαν σεξουαλικής παρενοχλήσεως. Κατάφερε να ελευθερωθεί, τσακίστηκε να ανεβεί καμπόσα σκαλοπάτια ως να πεταχτεί στο πρώτο διαθέσιμο μπαλκόνι. Κείνος ακολουθούσε ερρωμένως, πλην μόλις βρέθηκαν στο ξέφωτο, με φωνή τέλειου ξεναγού βάλθηκε να τον ενημερώνει ήρεμα κι ωραία για την ιστορία και τις χάρες του βίου του μοναστικού...
Ξύπνησε ζέων, με πυρετόν. Χαράματα του βάραγε την πόρτα ο αγωγιάτης. Τον έδιωξε και βούτηξε σε λήθαργο. Πετάγονταν συνέχεια απ’ το φόβο του, μην ξαναδεί τον ίδιον εφιάλτη.
Ξανά βαρούσανε την πόρτα αργότερα. Άνοιξε, κι ήταν ο γέρων ξενοδόχος κραδαίνων κύπελο αχνιστό. Από κοντα κι ο Τάταρος.
Μ’ ένα κοτζάμ θερμόμετρο στο χέρι …
ΣΗΜ. Χάριτας οφείλει ο συγγραφεύς εις τους εν αγνοία των εμπνευστάς του: Μ.Γ.Μερακλήν [Ευτράπελες διηγήσεις. Το κοινωνικό τους περιεχόμενο, Βιβλ/λείον της Εστίας, Αθήνα 1980, 103], Δ.Σ.Λουκάτον [Γλωσσικές ευτράπελες διηγήσεις, Αφιέρωμα στη μνήμη του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσ/νίκη 1960, 249] και Ζακ Λακαριέρ [Το Ελληνικό καλοκαίρι, 4η έκδ., εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 48-49].
Βριλήσσια, 7.1.2002
Τελευταία Νέα
Προκηρύξεις
11:22
30/03/23
Αγαπητοί συνάδελφοι,
παρακάτω θα βρείτε την πρόσκληση για άσκηση δικηγόρου στο Δήμο Ηρακλείου...
Εκδηλώσεις
10:09
27/03/23
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΕ 10ο ΕΤΗΣΙΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ (ΕΕΔ) ΣΕ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ...
Προκηρύξεις
09:48
27/03/23
Η Νομική Σχολή του Institution d'Etudes Francophones (IdEF) ανακοινώνει την ανάγκη πλήρωσης...
Ανακοινώσεις ΕΑΝΔΑ
19:31
21/03/23
Αγαπητές/οι συνάδελφοι,
παρακάτω θα βρείτε την παρουσίαση του συναδέλφου, Νίκου Πιρπινάκη,...
Ανακοινώσεις ΕΑΝΔΑ
11:17
20/03/23
Αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι,
παρακάτω επισυνάπτεται η πρόσκληση του Δήμου Ελληνικού -...
Εκδηλώσεις
14:03
15/03/23
Το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών
“Το Χρηματοοικονομικό και Θεσμικό Πλαίσιο των Αγορών...
Ανακοινώσεις ΕΑΝΔΑ
15:11
14/03/23
Ανήκετε στον ευρύτερο νομικό χώρο και εκφράζεστε μέσα από τη μουσική και το τραγούδι
ή γνωρίζετε...
Ανακοινώσεις ΕΑΝΔΑ
15:09
14/03/23
Κατόπιν απόφασης της Συντονιστικής της ΟλΔΣΕ, ο Α'23 Πανελλήνιος Διαγωνισμός Υποψηφίων Δικηγόρων θα...
Ανακοινώσεις ΕΑΝΔΑ
15:06
14/03/23
Σας ενημερώνουμε ότι η εκδήλωση μας για τα ακίνητα μεταφέρεται την Δευτέρα, 20 Μαρτίου και την...
Νομική Επικαιρότητα
14:56
09/03/23
Προκήρυξη βραβείων επιστημονικών μελετών.
Το Εργαστήριο Μελέτης για Διαφάνεια, τη Διαφθορά...