ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ [ΠΕΡΑ, ΣΤΟΝ]
ΝΙΚΟΣ ΑΣΑΝΣΕΡΙΤΗΣ
ΠΕΡΑ, ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
Στην καλή μου φίλη, τη Γιωργία Σεραϊδάρη, την ακατάβλητη
-Μπονδούρ, μεθιέ! Βουαθί μον λιβρ! Χι χι χι!
Ο κυρ-Αποστόλης από τον Παράδεισο… Με το γερό του χέρι, τ’ αριστερό, συμμάζευε σπασμωδικά την άκρια της κουβέρτας που σκέπαζε τον ώμο το δεξή. Το χαμογέλιο τού έλουζε ολάκερο σκεδό το πρόσωπο καθώς έσπρωχνε τα χείλια του στο πλάι, προς τ’ αριστερά.
-Ένα χρόνο θε περίμενα! Έλα, καημένε Θπύρο μου! Καλώθ τονα! Καλώδ μαθ όριθεθ! Άιντε, μωρέ Λέλα. Κάν’ έναν κόπο κθανά! Ήρθε το παλικάρι!
Αυτόματα η συντρόφισσά του ξεκίνησε, σκύβοντας πρώτα υπάκουο το κεφάλι, να πάρει φόρα, ύστερα αφήνοντας τα χέρια ν’ ακολουθήσουν τη φορά προς τα εμπρός και τελικά υποχρεώνοντας τις βασανισμένες της παντούφλες σε γρήγορο βηματισμό. Πασπάτεψε τις κασέτες με μικρή περίσκεψη, πάτησε τα κουμπάκια, το μηχάνημα έτριξε δειλά, μα η αναμονή δεν κράτησε πολύ:
“Caminito…”, ανταποκρίθηκε απ’ το μαγνητόφωνο, αιωνίως πικραμένος, κείνος ο εξαίσιος αργεντίνος, ο Γκαρντέλ.
-Τ’ ακούει κάθε μέρα από τότε που του το ’στειλες, κύριε Σπύρο μας!
Τα μάτια του δακρύζανε αδρά. Ήτανε κι εύκολος στο κλάμμα. Θες η ηλικία, θες η κατάστασή του, τόσα χρόνια τώρα, τον είχαν κάνει ευσυγκίνητο. Κει που διηγιόταν όλος χάρη, τσεβδίζοντας χαρούμενα, κει πάταγε τα κλάμματα ο κυρ-Αποστόλης, ο κλειδοκράτορας του Παραδείσου.
Το καλύβι, δυο δωματιάκια όλο κι όλο. Στο πρώτο, το μεγαλύτερο, στο έμπα, αριστερά, το κρεββατάκι του, κάτω απ’ τα δυο τα παραθύρια της γωνιάς. Καθιστός, με τις μαξιλάρες πίσω του να τον στηρίζουν, επόπτευε τη ζωή του δωματίου, έριχνε και ματιές κλεφτές μέσ’ απ’ το τζάμι αριστερά, στο ξέφωτο και πέρα, στις οξιές που ζώναν το μικρό παράδεισό του. Στρέφοντας με λίγο ζόρι δεξιά, ξάνοιγε τη ρηχή, τσιμεντένια λιμνούλα που ’χε στρωμένη με τα χεράκια του κι αυτή, στην εμπασιά του ξέφωτου. Κει παίζαν τα παιδάκια, όσα τύχαινε να ’ρθούν, παγώναν τα καρπούζια, ρίχναν και καμιά δεκαρίτσα τα ζευγαράκια κι οι ρομαντικοί. Δυο βήματα απέναντι, στην άλλη άκρη της μπασιάς, κάτω από τη μεγάλη την οξιά, τα παιδιά χοροπηδούσαν στην τεράστια ξαπλώστρα από φτέρες και χάλαγαν τον κόσμο απ’ τις φωνές –όσο μικρότερα, τόσο λαλίστερα… Ως εκεί πλησίαζε κι ο σκύλος που ζητιάνευε μπουκίτσες. Κουνούσε την ουρά, υποχρεωτικός και φοβιτσιάρης, κι άρπαζε στον αγέρα ακόμα και την κόρα το ψωμί.
Στην κόψη του γκρεμουδάκου, εκεί που τέλειωνε το ξέφωτο, είχε φυτέψει κάτι αυτοσχέδια παγκάκια, τα ’χε στρωμένα με κουρελούδες, λερές από τα χρόνια, ν’ απλώνεις τα ποδάρια κάτω απ’ το σακάτικο τραπέζι και ν’ αγναντεύεις το δάσος το καταπράσινο απ’ τη βολή της ψάθινης καρέκλας σου της ετοιμόρροπης. Στο κυματιστό, πατημένο χώμα του ξέφωτου τραμπαλίζονταν πέντε τραπέζια, περσότερα όχι. Πάνω τους μεταλάβαινες το ασύλληπτο μυστήριο της φασουλάδας, την απώτερη ανθρωπιστική αξία της φέτας και του κοκκινελιού, το βαθύτερο νόημα της ντοματούλας και της πιπεριάς. Για το αβγό και το λουκάνικο ανήμπορος ο λόγος. Μονάχα πλαταγίζοντας αχόρταγα στον αγγρισμένον ουρανίσκο κατάφερνε ακροθιγώς να εκφράσει την άφατη αγαλλίαση η γλώσσα του ανθρώπου.
Ο κύριος Σπύρος είχε ανακαλύψει τον καταχωνιασμένο αυτόνε θησαυρό στο πηλιορείτικο το δάσος, ψηλά, μακριά από τα ξενοδοχεία και τις ταβέρνες του ασφαλτόδρομου. Στην αρχή ενός ανηφορικού μονοπατιού, μια ταμπέλα, πεσμένη πια κάτω απ’ τα στηρίγματά της, ξένιζε ευχάριστα τους παρατηρητικούς φυσιολάτρες με την ξεθωριασμένη της εξαγγελία: “Προς Παράδεισον”.
Όπως ήτανε φθινόπωρο κι ο κόσμος συμμαζεμένος, τα φύλλα στρώνανε απάτητο χαλί, τα κυκλάμινα πλέκανε αμόλευτες μπορντούρες, πουλιά συνθέταν υμνωδίες πρωτάκουστες. Μαγεμένος, πήρε με την καλή του το παραδείσιο μονοπάτι και δεν αργήσαν να βρεθούν στο ξέφωτο με το καλύβι. Τα τραπεζάκια έξω αδειανά –ποιος θ’ άντεχε με τέτοια ψύχρα!- καπνός ανέβαινε λυγερός απ’ την κουρασμένη καμινάδα. Κρούσαν τη θύρα με το δέος του παρείσακτου και βρέθηκαν μπροστά σ’ ένα ζευγάρι φιλόξενους ξωμάχους. Ο κυρ-Αποστόλης, ψηλός, ανοιχτόκαρδος, τα είχε τα χρονάκια του. Η κυρα-Λέλα πρόθυμη, γλυκιά, χαμογελούσα, μικρότερη στα χρόνια και στο δέμας, τους καλωσόρισε, έστρωσε το τραπεζάκι ανάμεσα στην πόρτα και τον πάγκο, έφερε τα βρισκούμενα’ τον τραχανά από την κουζινούλα δίπλα, το κρασάκι, τη σαλατούλα, κάτι αβγουλάκια, ακούμπησε κοντά στα πόδια τους το μαγκαλάκι, προσκόμισε καρβέλι να το σφάξει ο κύρης της, δυνάμωσε αργότερα το φως απ’ την ασετυλίνη, στεκόταν πίσω τους και τους καμάρωνε που τρώγαν. Αρχίνησε κάποια στιγμή να τραγουδά κι η λαμαρίνα από τη στέγη. Οπισθοχώρησαν στον καναπέ, κάτω απ’ την κεντημένη «Καλημέρα» -δεν έσταζε εκεί- πιάσαν ρουφώντας τον καφέ τους να κουβεντιάζουν ήσυχα με τον κυρ-Αποστόλη για τη βροχή, για τα βουνά, για τα πουλιά, για τα λουλούδια, για όλα κείνα τα μεγάλα, τα ιδανικά.
Υπόγραψαν τελικά ένα συμβόλαιο ισόβιας φιλίας –βραχύβιο έτσι κι αλλιώς, μα διόλου ευκαταφρόνητο- κι αποχωρήσαν μέσ’ στ’ απόβροχο, καθώς μια μαύρη εσάρπα γλύστραε βιαστικά στο παραδείσιο μονοπάτι.
Όταν ξανάρθαν, λίγα χρόνια αργότερα, ο κυρ-Αποστόλης είχε πιάσει το κρεββάτι, στο έμπα της καλύβας, μισός στον κάτω, μισός στον πάνω τον Παράδεισο. Έκλαψε που τους υποδέχτηκε. Από χαρά. Θυμήθηκε τα γαλλικά του και τ’ αράδιαζε στον κύριο Σπύρο ευτυχισμένος:
-Βουαθί μον θαπώ! Μπον νουί, μαμδέλ Νιτούθ!
Εκείνος του μίλησε για τον Γκαρντέλ, το βασιλιά του τάνγκο.
-Θτείλ’ το, μωρέ Θπύρο. Θτείλ’ το να τ’ ακούθω κι εγώ! τον παρακάλεσε. Κι αφόντις παράλαβε την κασέτα, την ερωτεύτηκε και βάλθηκε να χορεύει και να τραγουδά ασταμάτητα - νοερά πάντοτε κι ονειρεμένα.
Αργότερα, κάποια φορά κατάφερε να τους διηγηθεί, κουτσά στραβά, την ιστορία του μεγάλου φυματιολόγου που του ’φυγε η γυναίκα για να πάρει το φημισμένο ποιητή -παλικαράκι τότες ο κυρ-Αποστόλης. Τους έστειλε με την κυρα-Λέλα στο ρεπιασμένο σανατόριο[1], στο λόγγο μέσα, πίσω από τις κορομηλιές’ με τα σκουριασμένα τα κρεββάτια, τα σεντόνια να κείτουνται σκισμένα, τις νυχτερίδες να πετούν ανταριασμένες πάν’ απ’ τα κεφάλια τους, τα γιατρικά βιβλία ξεγοφιασμένα, το μικροβιολογικό εργαστήρι διαλυμένο, τα τζάμια και τα γυαλικά σχολαστικά θρυμματισμένα, τα ξύλινα πατώματα ξεσηκωμένα. Μιαν αίθουσα στο υπόγειο την είχανε για εκκλησούλα, ιστορημένη με μορφές αγίων -ανάμεσό τους μια μορφή που ήταν ίδιος ο γιατρός.
-Θαν έχανε κανέναν, καθόταν και τον έκλαιγε. Θαν έφυγε η γυναίκα του, τηθ είπε: «Άννα, για θένα η πόρτα μου θα είναι πάντα ανοιχτή…». Τέτοιοθ ήταν, κείνοθ ο Άγιοθ Καραμάνηθ! Θεόθ θχωρέθτον!
Κι έκλαιγε, από ευλάβεια τούτη τη φορά. Ο κύριος Σπύρος για να τον ξεκουράσει έβαλε μια κασέτα με πίπιζα σκοτσέζικια στο μαγνητόφωνο και καταπιάστηκε να τον σκιτσάρει. Στυλώθηκε ο κυρ-Αποστόλης, μουρμούριζε τη μουσική, μα δεν τον άφηνε απ’ τα μάτια του το σκιτσαδόρο. Ο άλλος τραβούσε γραμμές από ’δω, διόρθωνε από ’κει, τελικά τα κατάφερε.
-Εδώ σ’ έχω, Αποστόλη!
Του το πρόσφερε. Σταματά το μουρμουρητό, απλώνει τρέμοντας τ’ αριστερό, χουφτώνει το χαρτί, το σηκώνει σπασμωδικά στο ύψος του ματιού, το κοιτά. Το μελετάει ώρα, συλλογισμένος.
Ύστερα, χαμηλώνει το χέρι, αποθέτει δίπλα του το σκίτσο, το στρώνει πάνω στο κρεββάτι. Υψώνει αργά το χέρι, το χώνει δεξιά, κάτω απ’ την κουβέρτα που σκέπαζε τον ώμο το δεξή, παλεύει να βρει την εσωτερικιά τσέπη του σακκακιού του, την ταρακουνά.
Ξεκούρασε προσώρας τα δάχτυλα κρεμώντας τα απ’ την τσέπη, κατόπι λευτέρωσε το χέρι από την άκρια της κουβέρτας, το σήκωσε τρεμάμενο, και με μια ξεδοντιάρα χτένα πιάνει να ισιώνει χαμογελώντας ντροπαλά δυο ανυπάκουες τρίχες που ’χαν, για κοίτα!, πεταχτεί και πόσο του χαλούσαν, οι άτιμες, τούτο τ’ ωραίο σκίτσο...
Βριλήσσια, 3.4.2002, τη συνήθη ώρα
[1] Δες Κ. Γουργουλιάνη & Κ. Ζαχαρία, «Σανατόρια στην επαρχία», ένθετο εφ. Καθημερινή «Επτά Ημέρες» της 24.11.02: «Φυματίωση – Από την απόγνωση στη λύτρωση»