Αγαπημένα Ποιήματα
- Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια
Γ. Σεφέρης - Ελένη
[i]Τεύκρος: ...ες γην εναλίαν Κύπρον, ου μ' εθέσπισεν
οικείν Απόλλων, όνομα νησιωτικόν
Σαλαμίνα θέμενον της εκεί χάριν πάτρας.
......................................
Ελένη: Ουκ ήλθον ες γην Τρωάδ', αλλ' είδωλον ην.
......................................
Άγγελος: Τι φης;
Νεφέλης αρ' άλλως είχομεν πόνους πέρι;
Ευριπίδης, Ελένη.[/i]
"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες".
Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,
συ που δωρίζεις τη μουσική δροσία του δάσους
στα χωρίs μάνα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες, δε θα τολμούσα να πω φιλή-
ματα,
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.
"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες".
Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το
νησί;
Εζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων
ή των Θεών,
η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ' έφερε εδώ σ' αυτό το γυρογιάλι.
Το φεγγάρι
βγήκε απ' το πέλαγο σαν Αφροδίτη,
σκέπασε τ' άστρα του Τοξότη, τώρα πάει νά 'βρει
την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ' αλλάζει.
Που είν' η αλήθεια;
Ημουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.
Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ' ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ' άκουσαν oι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το Θρήνο,
κι ανάμεσό τους - ποιός θα τό' λεγε - η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ηταν εκεί, στα χείλια της ερήμου, την άγγιξα, μου μίλησε:
"Δεν είν' αλήθεια, δεν είν' αλήθεια" φώναζε.
"Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία".
Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα,
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία - ένα είδωλο.
Ετσι το Θέλαν οι Θεοί.
Κτ ο Πάρης, μ' έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα
ατόφιο,
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της Θάλασσας στα σαγόνια της γης,
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι oι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ' είναι Θεός; τι μη θεός; και τι τ' ανάμεσό τους;
"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες".
Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη Θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ' αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι ανθρώποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των Θεών,
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το 'χει μες στη μοίρα του ν' ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
Ποσειδωνιάται
Ποσειδωνιάταις τοις εν τω Τυρρηνικώ κόλ-
πω το μεν εξ αρχής Έλλησιν ούσιν εκβαρβα-
ρώσθαι Τυρρηνοίς ή Ρωμαίοις γεγονόσι και
την τε φωνήν μεταβεβληκέναι, τα τε πολλά
των επιτηδευμάτων, άγειν δε μιαν τινα αυ-
τούς των εορτών των Ελλήνων έτι και νυν,
εν η συνιόντες αναμιμνήσκονται των αρ-
χαίων ονομάτων τε και νομίμων, απολοφυ-
ράμενοι προς αλλήλους και δακρύσαντες
απέρχονται
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται
εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι' άλλους ξένους.
Το μόνο που τους έμενε προγονικό
ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,
με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.
Κ' είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,
και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Και πάντα μελαγχολικά τελείων' η γιορτή τους.
Γιατί θυμούνταν που κι' αυτοί ήσαν Έλληνες-
Ιταλιώται έναν καιρό κι' αυτοί·
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά
βγαλμένοι -ω συμφορά!- απ' τον ελληνισμό.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης