Η απόφαση-σταθμός 350/2011 του Δ’ Τμήματος ΣτΕ
Η απόφαση-σταθμός 350/2011 του Δ’ Τμήματος ΣτΕ
και η επικείμενη την 3η Ιουνίου 2011 ενώπιον της Ολομελείας συζήτηση
για τη συμμετοχή των αλλοδαπών στις δημοτικές εκλογές
Της Παναγιώτας Α. Μιχελή,
Δικηγόρου - Υποψήφιας Δρ. Νομικής Αθηνών
Μεσούσης της πρωτόγνωρης οικονομικής ύφεσης που ταλανίζει τη χώρα (που κατά δήλωση του επίτιμου Αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Τραπέζης Επενδύσεων κ. Παναγιώτη Γεννηματά, είναι ένας πόλεμος που φαίνεται πως έχουμε χάσει), και των συνεχιζόμενων μαζικών συγκεντρώσεων των Ελλήνων ‘’Indignados’’ αμφισβητιών του κατεστημένου πολιτικού συστήματος, τη νομική επικαιρότητα μονοπωλεί η επικείμενη συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας του ζητήματος της μαζικής απόδοσης ιθαγένειας & συμμετοχής αλλοδαπών στις δημοτικές εκλογές. Το ανωτέρω νομικό ζήτημα εισήχθη στην Ολομέλεια του ακυρωτικό δικαστηρίου της χώρας και ακρογωνιαίου λίθου του συστήματος δικαστικού ελέγχου με την απόφαση 350/2011 του Δ΄ Τμήματος (υπό επταμελή σύνθεση) του ιδίου Δικαστηρίου. Στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έχει προσφύγει εκλογέας, Έλληνας πολίτης που ζητάει να ακυρωθεί ως αντισυνταγματική η από 30.4.2010 απόφαση του υπουργού Εσωτερικών που καθορίζει τα δικαιολογητικά που πρέπει να προσκομίζονται κατά την αίτηση εγγραφής στο δημοτολόγιο, όπως και η από 7.5.2010 εγκύκλιος του ίδιου υπουργού που δίνει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι (μόνο για τις θέσεις δημοτικών συμβούλων, συμβούλων δημοτικών διαμερισμάτων και τοπικών συμβούλων) στους ομογενείς και στους νομίμως διαμένοντες στην Ελλάδα υπηκόους τρίτων χωρών για την ανάδειξη τους στην πρωτοβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση.
Ειδικότερα, η παραπάνω παραπεμπτική απόφαση έκανε δεκτή την αίτηση με συντριπτική πλειοψηφία 6 προς 1 ως προς την ακύρωση αυτόματης ιθαγένειας και με ομοφωνία 7 προς 0 ως προς την ακύρωση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι αλλοδαπών στις δημοτικές εκλογές.
Ειδικότερα κρίθηκε ότι ο Ν. 3838/2010 «Σύγχρονες Διατάξεις για την Ελληνική Ιθαγένεια & την πολιτική συμμετοχή ομογενών & νομίμως διαμενόντων μεταναστών & άλλες ρυθμίσεις» με την υιοθέτηση για πρώτη φορά από συστάσεως του ελληνικού κράτους της αυτόματης απόδοσης ιθαγένειας με πενταετή νόμιμη παραμονή των αλλοδαπών γονέων ή φοίτησης αλλοδαπών επί έξι τάξεις σε ελληνικό σχολείο και το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι σε αλλοδαπούς τρίτων χωρών είναι ο πλέον αντισυνταγματικός νόμος, που ψηφίστηκε ποτέ, καθώς αντιβαίνει σε 9 άρθρα του Συντάγματος:
- Παραβιάζει την ίδια τη μορφή του δημοκρατικού πολιτεύματος, που είναι μη αναθεωρητέα, διότι αντίκειται στο άρθρο 1 παρ.2 (Λαϊκή κυριαρχία) & 3 (Εξουσίες υπέρ του Λαού & του Έθνους)
- Παραβιάζει τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών, διότι αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 3 (Καταστρατήγηση των προσόντων του Έλληνα πολίτη) 16 παρ. 2 (Ελληνική παιδεία) 21 παρ. 1 (Προαγωγή του Έθνους) & 25 παρ. 4 (Εθνική αλληλεγγύη)
- Παραβιάζει την ανάδειξη των εκπροσώπων του Ελληνικού λαού, διότι αντίκειται στα άρθρα 51 παρ. 2 (Αντιπροσώπευση του Έθνους) & 52 (Ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας)
- Παραβιάζει τη διοίκηση των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) διότι αντίκειται στο άρθρο 102 παρ. 2 (Εκλογή αρχών Ο.Τ.Α.)
- Παραβιάζει τέλος και τις ειδικές διατάξεις του Συντάγματος, διότι αντίκειται στο άρθρο 108 (Μέριμνα για όλες τις δυνάμεις του απανταχού ελληνισμού)
Αναλυτικότερα, το Δ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, με πρόεδρο τον κ. Ρίζο και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας κ. Ε. Αντωνόπουλο, καταρχήν υπογραμμίζει στην υπ’ αριθμ. 350/2011 απόφασή ότι «τόσο η άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν όσο και η άσκηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι για την ανάδειξη των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης «επιφυλάσσεται μόνο στους Έλληνες πολίτες και δεν μπορεί να επεκταθεί και στους μη έχοντες την ιδιότητα αυτή, χωρίς αναθεώρηση της σχετικής διατάξεως του Συντάγματος».Κατά συνέπεια οι ρυθμίσεις των άρθρων 14 έως 21 του Ν. 3838/2010 «είναι ανίσχυρες» ως αντίθετες προς τα άρθρα 1, 52 και 102 του Συντάγματος, προσθέτει το ΣτΕ.
Ακόμη, σημειώνεται στη δικαστική απόφαση ότι οι εκλογές για την ανάδειξη αιρετών οργάνων των ΟΤΑ έχουν «καθαρά πολιτικό χαρακτήρα εν όψει των αρμοδιοτήτων που ασκούν οι οργανισμοί αυτοί, αλλά και διότι η εκλογή αυτή ανάγεται στην πολιτική ζωή της χώρας γενικώς».
Εξάλλου, συνεχίζουν οι δικαστές, «η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης αποτελεί λειτούργημα απαραίτητο για την πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας, ως τοιαύτης νοούμενης της ασκούμενης από το λαό ως εκλογικό σώμα απαρτιζόμενο μόνο από τους έχοντες δικαίωμα ψήφου Έλληνες πολίτες».
Αναφορικώς τώρα με το θέμα της μαζικής παροχής ιθαγένειας:
Ο επίμαχος νόμος 3838/2010 (Α΄ 49) προβλέπει στο άρθρο 1 ότι στον ν 3284/2004 (Α΄ 217 – «Κώδικας Ελληνικής Ιθαγενείας») προστίθεται ένα νέο άρθρο (το 1Α), με το οποίο εισάγεται ένας νέος τρόπος κτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας με τη γέννηση του αλλοδαπού στην Ελλάδα ή τη φοίτηση σε ελληνικό σχολείο και τη σχετική δήλωση των γονέων του ή του ιδίου. Αναγιγνώσκοντας και ερμηνεύοντας τον νόμο, οι ανώτατοι δικαστές ανασύρουν το ζήτημα του δικαίου της ιθαγενείας. Το δίκαιο της ιθαγενείας, η οποία καθιδρύει άρρηκτο, κατ’ αρχήν, δεσμό του πολίτη με το κράτος και γεννά δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (απαγόρευση αφαιρέσεως της ελληνικής ιθαγενείας και απελάσεως, δικαίωμα διπλωματικής προστασίας, πολιτικά δικαιώματα εκλέγειν- εκλέγεσθαι, συμμετοχής στις «δημόσιες λειτουργίες», καθήκον στρατεύσεως), διαμορφώνεται αποκλειστικώς από το ελληνικό κράτος, κατά κυριαρχικό τρόπο, εντός των ορίων που τάσσουν οι κανόνες του διεθνούς δικαίου (π.χ. απαγόρευση δημιουργίας ανιθαγενών με αυθαίρετες πράξεις των κρατών ή πιθανότητα προσβολής ανθρωπίνων δικαιωμάτων). Περαιτέρω, όμως, δεν τάσσονται από το διεθνές δίκαιο συγκεκριμένα κριτήρια δεσμευτικά για τον εθνικό νομοθέτη κατά τη θέσπιση κανόνων πολιτογραφήσεως αλλοδαπών, ούτε υπάρχει, ως εκ της φύσεώς της οικείας αρμοδιότητας του κράτους, δικαίωμα του αλλοδαπού στην απονομή της ελληνικής ιθαγένειας.
Το δίκαιο αυτό, εξ επόψεως εσωτερικών ορίων, πρέπει να μην προσβάλλει τις ως άνω συνταγματικές αρχές, δηλαδή ούτε να επιτρέπει την είσοδο στη λαϊκή κοινότητα (λαός) αλλοδαπών προσώπων χωρίς ουσιαστικό πραγματικό δεσμό με αυτή – ιδίως με την πρόβλεψη αθρόων πολιτογραφήσεων – εις τρόπον ώστε να συγκροτείται αυθαιρέτως το συνθετικό στοιχείο του Κράτους (λαός) και το ανώτατο όργανο αυτού (λαός- εκλογικό σώμα) και, εν τέλει, να αποσυντίθεται η έννοια του έθνους, ούτε και να θέτει διατάξεις, που να επιτρέπουν την ευχερή αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας. Εναρμονιζόμενος ο Έλληνας νομοθέτης προς τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, μερίμνησε να διαφυλάξει την εθνική ομοιογένεια του κράτους, μεταξύ των άλλων και διά της θεσπίσεως δικαίου ιθαγενείας, του οποίου οι ρυθμίσεις εβασίζοντο, κατ’ αρχήν, στο σταθερό κριτήριο του «δικαίου του αίματος» ( jus sanguinis ), δηλαδή την καταγωγή από Έλληνες γονείς, όλως δε κατ’ εξαίρεση, περιέλαβε διατάξεις, οι οποίες καθιέρωσαν την πολιτογράφηση ενηλίκων (συμπλήρωση του 21ου έτους) αλλοδαπών αλλογενών, δηλαδή την βάσει ειδικής διαδικασίας και κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου απονομή της ιθαγενείας με εξατομικευμένη κρίση συλλογικού οργάνου της Διοικήσεως που διαγιγνώσκει τη συνδρομή ορισμένων ουσιαστικών προϋποθέσεων. Ακριβώς δε λόγω της εθνικής σημασίας που απέδωσε στο θεσμό της ιθαγενείας, ερρύθμισε πάντοτε με ευνοϊκό τρόπο την απονομή της ιθαγένειας στους αλλοδαπούς ομογενείς.
Οι ανώτατοι δικαστές τονίζουν ότι με τις διατάξεις του Ν. 3838/2010 εισήχθη νέος τρόπος αποκτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας, αφορών, δυνάμει, μεγάλο αριθμό αλλοδαπών (αθρόα πολιτογράφηση) χωρίς τούτο να συνάπτεται προς εκπλήρωση διεθνούς υποχρεώσεως της χώρας. Η πολιτογράφηση αυτή γίνεται με βάση αμιγώς τυπικές προϋποθέσεις (χρόνος «νόμιμης» διαμονής του αιτούντος αλλοδαπού ή της οικογένειάς του, φοίτηση σε ελληνικό σχολείο επί ορισμένο χρόνο, ανυπαρξία καταδίκης για ορισμένα σοβαρά ποινικά αδικήματα), χωρίς εξατομικευμένη κρίση περί της συνδρομής της ουσιαστικής προϋποθέσεως του δεσμού προς το ελληνικό έθνος του αιτούντος την πολιτογράφηση αλλοδαπού, δηλαδή την εκ μέρους του εθελούσια αποδοχή των αξιών που συνάπτονται προς τον ελληνισμό και την εντεύθεν απόκτηση ελληνικής εθνικής συνειδήσεως. Οι ρυθμίσεις, ωστόσο, αυτές του ν. 3838/2010 αντίκεινται στις μνημονευθείσες συνταγματικές διατάξεις, εφόσον δεν προβλέπεται με αυτές διαδικασία για τη διαπίστωση από διοικητικά όργανα της συνδρομής, in concreto, της ουσιαστικής προϋποθέσεως γνήσιου δεσμού των αλλοδαπών προς το ελληνικό έθνος ενώ και η τιθέμενη τυπική προϋπόθεση της «νόμιμης διαμονής» έχει αναιρεθεί κατά το απώτερο και το πρόσφατο παρελθόν με εξαιρετικές διατάξεις, ούτως ώστε να καθίσταται αδύνατη η διάγνωση της συνδρομής έστω και αυτής της προϋποθέσεως. Άλλωστε, η κορωνίδα του Συντάγματός μας, το άρθρο 1 στην παρ. 1 εδ. 3 ορίζει ρητώς «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα». Το Σύνταγμα λοιπόν αναγνωρίζει ως πηγή εξουσίας τον λαό, αλλά επιβάλλει ότι αυτές οι εξουσίες δεν ασκούνται μόνο υπέρ ενός απρόσωπου λαού, αλλά υπέρ του Έθνους. Συνεπώς αποτελεί συνταγματική επιταγή που πηγάζει από πληθώρα άρθρων του Συντάγματος (π.χ. άρ. 4 παρ. 1, 16 παρ. 2, 31, 120 κ.α.) η διατήρηση της εθνικής κοινωνίας και της εθνικής ομοιογένειας. Συνεπώς δεν μπορεί ο απλός νομοθέτης να θέσει τέτοιους όρους παροχής ιθαγένειας που να διαλύει αυτήν την εθνική κοινωνία και εθνική ομοιογένεια. Κυρίαρχη λοιπόν αρχή για την παροχή της ιθαγένειας θα πρέπει να είναι το δίκαιο του αίματος. Ο Έλληνας νομοθέτης εναρμονιζόμενος προς τις συνταγματικές επιταγές, «εμερίμνησε να διαφυλάξει την εθνική ομοιογένεια του κράτους, μεταξύ των άλλων, και δια της θεσπίσεως δικαίου ιθαγένειας, του οποίου οι ρυθμίσεις εβασίζοντο, κατ’ αρχήν, στο σταθερό κριτήριο του “δικαίου του αίματος” (ius sanguinis), δηλαδή την καταγωγή από Έλληνες γονείς».
Με εξαιρέσεις μπορεί να δοθεί η ιθαγένεια και σε όσους δεν είναι το γένος Έλληνες (π.χ. εάν έχουν πολεμήσει για την Ελλάδα, εάν έχουν επιδείξει τέτοια δραστηριότητα που συμβάλλει στην επίτευξη κοινών εθνικών στόχων), αλλά αυτές είναι μεμονωμένες και όχι μαζικές ώστε να μην επηρεάζεται η ομοιογένεια του Έθνους. Εάν ο συντακτικός νομοθέτης δεν επιθυμούσε αυτήν την ερμηνεία θα όριζε ότι εξουσίες δεν ασκούνται υπέρ του Έθνους αλλά μόνο υπέρ ενός απρόσωπου λαού.
Για να έχουμε όμως ολοκληρωμένη αντίληψη του θέματος που διαπραγματευόμαστε, θα πρέπει να αναφερθούμε και στην ειδικότερη άποψη του Συμβούλου κ. Η. Τσακόπουλου ότι ναι μεν η πολιτογράφηση αλλοδαπού αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα της Ελληνικής Πολιτείας, η οποία το ασκεί ελευθέρως, στην περίπτωση, όμως, κατά την οποία με διάταξη τυπικού νόμου απονέμεται η ελληνική ιθαγένεια αθρόως και σε απροσδιόριστο αριθμό προσώπων, ο τρόπος αυτός της απονομής της ελληνικής ιθαγένειας πρέπει να διενεργείται υπό προϋποθέσεις, οι οποίες δεν αναιρούν τον εθνικό χαρακτήρα του Κράτους, ο οποίος κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 παρ. 3 του Συντάγματος.
Στην προκείμενη περίπτωση, οι προβλεπόμενες από διατάξεις του ν. 3838/2010 προϋποθέσεις απονομής της ελληνικής ιθαγένειας, ήτοι αφ’ ενός μεν η γέννηση στην Ελλάδα τέκνου από αλλοδαπούς γονείς που διαμένουν νόμιμα και μόνιμα στη χώρα επί πέντε τουλάχιστον έτη και αφ’ ετέρου η επιτυχής παρακολούθηση έξι τουλάχιστον τάξεων ελληνικού σχολείου στην Ελλάδα από τέκνο αλλοδαπών που κατοικεί νόμιμα και μόνιμα στη χώρα αντίκεινται στην διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 εδ. α΄ του Συντάγματος ερμηνευόμενου υπό το φώς του άρθρου 1 παρ. 3 αυτού, αφού οι τιθέμενες από το νομοθέτη ως άνω προϋποθέσεις απονομής της ελληνικής ιθαγένειας δύνανται να οδηγήσουν σε αναίρεση του κατοχυρωμένου από το Σύνταγμα εθνικού χαρακτήρα του Κράτους, δεν διασφαλίζουν δε άνευ ετέρου την ένταξη των πληρούντων τις ανωτέρω προϋποθέσεις ατόμων στην ελληνική κοινωνία.
Σε όλη την απόφαση προβάλλεται ξεκάθαρα η αντίληψη του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η Βουλή με την υιοθέτηση του νόμου, απομάκρυνε την Ελλάδα από τη συντριπτική πλειονότητα των χωρών, που υιοθετούν το «δίκαιο αίματος», απονέμουν δηλαδή, την ιθαγένεια, είτε με τη γέννηση αυτομάτως από έναν τουλάχιστον ημεδαπό γονέα είτε ύστερα από νόμιμη διαμονή δεκαετίας και συνέντευξη σε επιτροπή πολιτογράφησης με κριτήρια ενσωμάτωσης αμιγώς εθνικά, όπως γνώση της γλώσσας (π.χ. στην Αγγλία με αποδεικτικό γνώσης), πολιτισμού και κοινωνικής ζωής της χώρας. Άλλος τρόπος κτήσης της ιθαγένειας είναι η εξαετής φοίτηση σε ελληνικό σχολείο (χωρίς διάκριση αν η φοίτηση έγινε με νόμιμη ή όχι διαμονή) ενώ απαιτούνται 10 έτη φοίτησης στους Έλληνες (1 τάξη στο νηπιαγωγείο, 6 στο δημοτικό, 3 στο γυμνάσιο). Ως προς την ψήφο αλλοδαπών τρίτων χωρών στις δημοτικές εκλογές, μόνο 8 εκ των 47 χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν υπογράψει τη σχετική σύμβαση. Το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο καλύπτει μόνο πολίτες Ε.Ε. με όρους αμοιβαιότητας, ενώ έχει κριθεί αντισυνταγματική η ψήφος αλλοδαπών με αποφάσεις του γερμανικού, γαλλικού, αυστριακού και ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Η διατήρηση της απόφασης στην Ολομέλεια είναι σημαντική διότι: αφενός ακυρώνει αυτομάτως τις ελληνοποιήσεις, πράξεις εγγραφής αλλοδαπών στους εκλογικούς καταλόγους και συναφείς πράξεις, αφήνει ανοιχτό το παράθυρο για επανάληψη των δημοτικών εκλογών. Ταυτόχρονα, ανοίγει τον "ασκό του Αιόλου", σε μεγάλη μερίδα των δήμων ανά την Ελλάδα, ειδικότερα σε εκείνους που διαφορές στο τελικό αποτέλεσμα ήταν μικρές και η ψήφος των αλλοδαπών, ενδεχομένως, να διαμόρφωσε το αποτέλεσμα.
Επίσης η για άλλη μια φόρα σύγκρουση απόφασης ΣτΕ με βούληση Κυβέρνησης και ενίοτε με την άποψη της κοινής γνώμης, επαναφέρει στο προσκήνιο την διάσταση νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας, επιβεβαιώνοντας όμως σαφώς την συνταγματικά κατοχυρωμένη (άρθρα 87 και 88 Συντάγματος) ανεξαρτησία και των δικαστών του ΣτΕ. Το συμπέρασμα αυτό γίνεται κατανοητό αν αναλογιστούμε τα εξής: Πρώτον, διότι άπαξ και διοριστούν δεν αλλάζουν ώσπου να συνταξιοδοτηθούν. Δεύτερον, διότι είναι άνθρωποι κύρους, ηθικοί και εξαιρετικά μορφωμένοι. Κρούσμα διαφθοράς στο ΣτΕ δεν έχει ακουστεί και θα ήταν πολύ απίθανο να ακουστεί και στο μέλλον. Οι δικαστές του ΣτΕ έχουν ξοδέψει πολλά χρόνια από τη ζωή τους για να μπουν σε αυτές τις θέσεις και δεν είναι νομικοί που εξελίχθηκαν με τα χρόνια στην Ιεραρχία της Δικαιοσύνης. Κατά πλειοψηφία αστικής καταγωγής και πολύγλωσσοι, οι δικαστές του ΣτΕ θεωρούνται και είναι μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου άτεγκτοι. Είναι λοιπόν πολύ δύσκολο για μια κυβέρνηση να ελέγξει ισόβιους δικαστές, ακόμη και αν τους έχει διορίσει η ίδια. Φανταστείτε εξάλλου ότι όταν ένας δικαστής διορισθεί στο ΣτΕ σε ηλικία, για παράδειγμα, 30 ετών, θα παραμείνει στη θέση του επί 35 χρόνια ώσπου να συνταξιοδοτηθεί, όσο δηλαδή έξι-επτά κυβερνήσεις.
Σχετικά ο Αντιπρόεδρος του ΣτΕ, επιφανής νομικός κ. K. Μενουδάκος είναι κατηγορηματικός σε συνέντευξή του που παραχώρησε στον Γ. Λιάλιο στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» για το θέμα σχέσεων κυβέρνησης και Συμβουλίου. «Πιέσεις δεν έχουν ασκηθεί ποτέ από καμία κυβέρνηση στο Συμβούλιο. Παρακλήσεις να εξεταστεί γρηγορότερα μια υπόθεση υπάρχουν, αλλά πιέσεις για αποφάσεις ποτέ». Κάθε δικαστής του Συμβουλίου κρίνει λοιπόν κατά συνείδηση και η γενική «γραμμή» είναι ότι όλα πρέπει να είναι σύμφωνα με τον νόμο. Αν όμως για κάποιο μείζον κοινωνικό ζήτημα όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες οι δικαστές κρίνουν ότι δεν πρέπει η εθνική προσπάθεια να «κολλήσει» σε ασήμαντες και τυπικές ελλείψεις, η στάση τους είναι πιο χαλαρή. Για τα υπόλοιπα, ας φροντίσει το κράτος να τηρεί τους νόμους...».
Η γράφουσα, θεωρώντας ότι το αναφαίρετο δικαίωμα σχολιασμού και κρίσης των δικαστικών αποφάσεων δεν πρέπει να περιέχει καμία υπαινικτική κρίση ως προς το αδέκαστο, την αμεροληψία και το ανεπηρέαστο της κρίσης των δικαστικών λειτουργών, θεωρώντας τα ανωτέρω επικίνδυνα, διότι βάλλουν ευθέως κατά του θεσμού της Δικαιοσύνης και πλήττουν ανεπανόρθωτα το κύρος της αλλά και έχοντας εμπιστοσύνη στον παραπάνω στέρεα θεμελιωμένο δημοκρατικό θεσμό, ευελπιστεί μετά την συζήτηση της υπόθεσης την 3η Ιουνίου 2011 και την έκδοση της απόφασης, οι σημερινές και αυριανές γενιές των Ελλήνων να μπορούν με ικανοποίηση και ανακούφιση να θυμούνται την περίφημη ρήση «υπάρχουν Δικασταί εις τας Αθήνας» που αναφώνησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατά την πρώτη πανηγυρική συνεδρίαση του Συμβουλίου της Επικρατείας την 17η Μαΐου 1929.