Οι Κυριότερες Τροποποιήσεις που Επέρχονται στο Ν. 3869/2010 Δυνάμει του Ν. 4161/2013
Οι Κυριότερες Τροποποιήσεις που Επέρχονται
στο Ν. 3869/2010 Δυνάμει του Ν. 4161/2013
Κατόπιν μακράς διαβούλευσης δημοσιεύθηκε -τελικώς- στο ΦΕΚ Α’ 143/14.6.2013 ο Ν.4161/2013, με το δεύτερο κεφάλαιο του οποίου (το πρώτο εισάγει διατάξεις αφορώσες πρόγραμμα διευκόλυνσης για ενήμερους δανειολήπτες) εισάγονται κεφαλαιώδεις τροποποιήσεις στο Ν.3869/2010. Τα παραγωγικά αίτια της σημαντικής αυτής τροποποίησης εντοπίζονται -κυρίως- i) στην παταγώδη αποτυχία της διαδικασίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού, ως είχε θεσπισθεί στο τροποποιηθέν άρθρο 2 Ν.3869/2010, ii) στο μη συνάδον με το πνεύμα του Ν.3869/2010 γεγονός της απόρριψης πολλών αιτήσεων ως απαραδέκτων, λόγω μη συγκοινοποίησης των απαραίτητων προς επίρρωσιν της αιτήσεως εγγράφων αλλά και της υπεύθυνης δήλωσης για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων της περιουσίας του οφειλέτου και της κατάστασης των πιστωτών και των απαιτήσεών τους ως και για τις μεταβιβάσεις εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων κατά την τελευταία πριν την υποβολή της αίτησης 3ετία, iii) στην ανάγκη ανάσχεσης προδήλως καταχρηστικών αιτήσεων με την υποχρέωση δόσης μηνιαίων καταβολών από την υποβολή της αιτήσεως μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί αυτής και iv) στη διευκόλυνση της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας με τη δυνατότητα που προβλέπεται ρητώς πλέον στο άρθρο 8 να ρυθμιστούν οι απαιτήσεις μη περιληφθέντος στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών και μη ασκήσαντος κύρια παρέμβαση πιστωτή από το δικαστήριο κατά την ΚΠολΔ 744 ή να διαταχθεί η κλήτευσή του με ορισμό νέας δικασίμου κατά την ΚΠολΔ 748, παρ.3.
Σταχυολογώντας τις σημαντικότερες εκ των τροποποιήσεων που επιφέρει στο Ν.3869/2010 ο Ν.4161/2013, εντοπίζουμε:
α) πρωτίστως την αντικατάσταση του άρθρου 2 με την παρ.1 του άρθρου 11 του Ν.4161/2013, το οποίο ρυθμίζει τη διαδικασία προδικαστικού (και όχι εξωδικαστικού πλέον) συμβιβασμού. Έτσι, στα μέρη πλέον παρέχεται η διακριτική ευχέρεια να προσφύγουν πριν την υποβολή της αίτησης του άρθρου 4, παρ.1 στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, όπερ μεθερμηνευόμενο σημαίνει ότι αυτό δεν αποτελεί πλέον προϋπόθεση για την ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου υποβολή της αίτησης του οφειλέτη (το άρθρο 2 Ν.3869/2010 ως ίσχυε επέτασσε ως προϋπόθεση παραδεκτού της κατ’ άρθρο 4 αιτήσεως την εκ μέρους του οφειλέτου καταβολή προσπάθειας επίτευξης εξωδικαστικού συμβιβασμού με τους πιστωτές του και την αποτυχία αυτής, κατά το τελευταίο πριν την υποβολή της αίτησης εξάμηνο). Δικαιοπολιτικά είναι σαφές ότι η τροποποίηση αυτή κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, αφενός λόγω του ότι στην πράξη ο θεσμός του εξωδικαστικού συμβιβασμού ουδέποτε απέφερε αποτελέσματα και αφετέρου διότι η προσφυγή σε μια διαδικασία, όπως αυτή της διαμεσολάβησης, με τα εχέγγυα αξιοπιστίας αλλά και το κόστος που συνεπάγεται, αποτελούν ένδειξη ότι τα μέρη που την επιλέγουν έχουν πράγματι διάθεση εξάντλησης των πιθανοτήτων επίτευξης προ/εξωδικαστικού συμβιβασμού.
β) Προσέτι, επιμηκύνεται ο χρόνος για τα πιστωτικά ιδρύματα προκειμένου να παράσχουν στο δανειολήπτη αιτούντα αναλυτική βεβαίωση των οφειλών του κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα από πέντε (5) σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες, προφανώς λόγω του πελώριου και μη διαχειρίσιμου όγκου σχετικών αιτημάτων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μεταβατική διάταξη της παρ.3 του άρθρου 19 Ν.4161/2013, η οποία ορίζει ότι για τις εκκρεμούσες αιτήσεις εφαρμόζεται η προδικασία που ίσχυε πριν τη θέση σε ισχύ του ως άνω νόμου.
γ) Σημαντική, επίσης, τροποποίηση, επέφερε ο Ν.4161/2013 και στο άρθρο 4 του Ν.3869/2010. Πιο συγκεκριμένα, με την αντικατάσταση της παρ.2 καταλείπεται πλέον διακριτική ευχέρεια στον αιτούντα να συγκοινοποιήσει έγγραφα που έχει στη διάθεσή του σχετικά με την περιουσία, τα κάθε φύσεως εισοδήματά του, τους πιστωτές και τις απαιτήσεις τους, ως και την υπεύθυνη δήλωση για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων του άρθρου 4, παρ.1 και τις μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων τα τελευταίας 3ετίας και η συγκοινοποίηση αυτή παύει να αποτελεί υποχρέωση του αιτούντος και προϋπόθεση παραδεκτού της αιτήσεώς του. Ο εθνικός νομοθέτης κινήθηκε στην κατεύθυνση αυτή ευθυγραμμιζόμενος με το πνεύμα επιείκειας που διαπνέει το όλο νομοθέτημα και προσπάθησε να εμμείνει και να επιμείνει στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, απομακρυνόμενος από την τυπολατρία του προϊσχύοντος καθεστώτος, το οποίο οδηγούσε σε απόρριψη πολλών αιτήσεων ως απαραδέκτων.
δ) Δομική αλλαγή επήλθε και στη διαδικασία του έως την τροποποίηση καλούμενου δικαστικού συμβιβασμού, με την αντικατάσταση του άρθρου 5 Ν.3869/2010 δυνάμει του άρθρου 13 Ν.4161/2013. Η μετονομασθείσα –πλέον- προδικασία καθίσταται απλούστερη, καθώς οι πιστωτές πλέον οφείλουν να καταθέσουν τις απόψεις τους για το προταθέν σχέδιο διευθέτησης οφειλών εντός μηνός από την επίδοση της αίτησης (η οποία πρέπει να λάβει χώρα σε αποκλειστική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κατάθεσή της). Σε περίπτωση μη επέλευσης του προδικαστικού συμβιβασμού, που επέρχεται με την επικύρωση αυτού από τον Ειρηνοδίκη υποχρεωτικώς εντός δύο (2) μηνών από την κατάθεση της αίτησης, ο Ειρηνοδίκης αποφασίζει κατά την ημέρα της επικύρωσης και κατόπιν αιτήματος οιουδήποτε των μερών ή και αυτεπαγγέλτως την αναστολή καταδιωκτικών σε βάρος του οφειλέτου μέτρων, τη διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του ως και την καταβολή μηνιαίων δόσεων μέχρι την έκδοση οριστικής επί της αιτήσεως απόφασης, οι οποίες συνυπολογίζονται στο χρονικό διάστημα καταβολών του άρθρων 9, παρ.2 και 9, παρ.2.
ε) Καινοτομία που εισάγει ο Ν.4161/2013 είναι ότι υποχρεώνει πλέον τον αιτούντα να καταβάλλει από την υποβολή της κατ’ άρθρο 4, παρ.1 Ν.3869/2010 αίτησης της μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επ’ αυτής εύλογες μηνιαίες καταβολές, οριοθετώντας –μάλιστα- το εύλογο ώστε να μην μπορεί να είναι μικρότερο από το 10% των μηνιαίων δόσεων που όφειλε να καταβάλλει σε όλους τους δανειστές μέχρι τη στιγμή της υποβολής της αιτήσεως, σε κάθε, δε, περίπτωση θέτοντας ως ελάχιστο ποσό καταβολής εκείνο των σαράντα ευρώ (40€) μηνιαίως. Εξαίρεση στο όριο αυτό προβλέπεται, υπό την προϋπόθεση της πλήρωσης των όρων που τάσσει το άρθρο 8, παρ.5, ήτοι σε περιπτώσεις εξαιρετικών περιστάσεων, ότε και δύνανται να προσδιοριστούν μικρού ύψους ή ακόμα και μηδενικές καταβολές. Κρίσιμο είναι ότι η ως άνω διάταξη περί υποχρέωσης καταβολής ελάχιστης μηνιαίας δόσης από την υποβολή της αίτησης μέχρι την οριστική δικανική κρίση επ’ αυτής καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς αιτήσεις. Ratio της τροποποίησης αυτής υπήρξε δίχως άλλο η ανάσχεση προφανώς παρελκυστικών και καταχρηστικών αιτήσεων.
στ) Ριζική αναμόρφωση επέρχεται δυνάμει των τροποποιήσεων του Ν.4161/2013 και στο στάδιο του δικαστικού συμβιβασμού και πλέον –με την αντικατάσταση του άρθρου 7 του Ν.3869/2010- στάδιο συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς. Έτσι, η στην πράξη αποτυχημένη ρύθμιση που προέβλεπε δυνατότητα του οφειλέτου να επιφέρει τροποποιήσεις στο αρχικό σχέδιο διευθέτησης οφειλών μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών που άρχιζε με την πάροδο δύο μηνών από την υποβολή της αίτησης και αφού είχε λάβει υπ’ όψιν τις παρατηρήσεις των πιστωτών και η πρόβλεψη για έγγραφη απάντηση των τελευταίων επί του τροποποιηθέντος σχεδίου μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αυτού αντικαθίσταται από μια κατά τα φαινόμενα πιο ευέλικτη διαδικασία δυνατότητας συμβιβασμού των μερών καθ΄ οιανδήποτε στιγμή έως την ημερομηνία συζήτησης της αίτησης, ήτοι και μετά την ημέρα επικύρωσης. Σε κάθε περίπτωση, εντούτοις, ουδόλως μεταβλήθηκαν τα ουσιαστικά κριτήρια επέλευσης του δικαστικού συμβιβασμού.
ζ) Τροποποιήσεις επήλθαν και στο άρθρο 8 του Ν.3869/2010, ήτοι στο στάδιο δικαστικής ρύθμισης των χρεών, με κυριότερες i) τη ρητή πρόβλεψη οίκοθεν ρύθμισης μη περιληφθέντων στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών απαιτήσεων μη ασκήσαντος κύρια παρέμβαση πιστωτή ή την κλήτευση του παραληφθέντος και μη ασκήσαντος κύρια παρέμβαση πιστωτή, με ορισμό νέας δικασίμου καθώς και ii) την μεταβολή του χρονικού διαστήματος των μηνιαίως δια της αποφάσεως επιτασσόμενων δόσεων από τέσσερα σε τρία έως πέντε έτη, η οποία καταλείπει μεγαλύτερη διακριτική ευχέρεια στον δικάζοντα Ειρηνοδίκη.
η) Μείζονος σημασίας τροποποίηση και εύστοχη –φρονώ- δικαιοπολιτικά είναι και εκείνη στο άρθρο 9, παρ.2 Ν.3869/2010, με την οποία ο αιτηθείς την εξαίρεση της κύριας κατοικίας του οφειλέτης επιτάσσεται να καταβάλλει προς τούτο ποσοστό μέχρι ογδόντα τοις εκατό (80%) της αντικειμενικής αξίας αυτής αντί του μέχρι πρότινος ισχύοντος ογδόντα πέντε τοις εκατό (85%) της εμπορικής του αξίας, ως αυτή αποτιμάτο ελευθέρως από το δικαστήριο. Και τούτο διότι η νέα ρύθμιση αφενός ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα της εξίσωσης αντικειμενικής και εμπορικής (αγοραίας) αξίας των ακινήτων και αφετέρου δεν καταλείπει αμφιβολία ως προς την πραγματική αξία του προς διάσωση ακινήτου και –συνεκδοχικά- του ποσού που θα κληθεί τελικώς να καταβάλει ο οφειλέτης. Ευνοϊκή, άλλωστε, για τους αιτούντες τροποποίηση επήλθε και με την δυνατότητα η χρονική περίοδος αποπληρωμής του ογδόντα τοις εκατό (80%) της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας να εκτείνεται υπό προϋποθέσεις μέχρι τα τριάντα πέντε (35) αντί του ισχύσαντος μέχρι την τροποποίηση των είκοσι (20) ετών.
θ) Τέλος, τροποποίηση επέρχεται και στο άρθρο 10 του Ν.3869/2010, όπου προβλέπεται πλέον ως λόγος απόρριψης της αίτησης ή έκπτωσης από τη ρύθμιση και η εκ δόλου ή βαρειάς αμέλειας παράλειψη του αιτούντος να συμπεριλάβει στην κατάσταση των πιστωτών και των απαιτήσεών τους κάποιον τέτοιο, προφανώς για να περιοριστούν οι πιθανότητες συμπαιγνίας μεταξύ του αιτούντος και αυτού και προνομιακής ικανοποίησης του τελευταίου.
Επιμέλεια: Χρήστος Ι. Θεοδωρόπουλος,
Δικηγόρος LL.M., Μ.Δ.Ε.,
Μέλος Δ.Σ. Ε.Α.Ν.Δ.Α.